μακροθύμως

μακροθύμως
μακροθύ̱μως , μακρόθυμος
long-suffering
adverbial
μακροθύ̱μως , μακρόθυμος
long-suffering
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μακρόθυμος — η, ο (AM μακρόθυμος, ον, Μ και μακρύθυμος, ον) 1. υπομονητικός, ανεκτικός («κύριος ὁ Θεός... μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινός», ΠΔ) 2. άκακος, αμνησίκακος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακρόθυμον η μακροθυμία, η ανεκτικότητα. επίρρ... μακροθύμως… …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԿԱՅՆԱՄՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0688 Chronological Sequence: Unknown date մ. μακροθύμως longanimiter Որ է առաւել ռմկ. կամ յն. ոճ. փոխանակ ասելոյ՝ Երկայնմտութեամբ. *Երկայնամտաբար հարցափորձեցի զքեզ. Ճ. ՟Ա …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”